κυρ-Παναγή,
τα σέβη μου... Πήρα μολύβι και χαρτί και είπα γραφή για σένανε να φτιάξω.
Ξέρω πως ίσως ν' αναλογάσαι πούθε σε ξέρω και σε μελετάω, πούθε έμαθα για λόγου σου και βάλθηκα τους δρόμους σου να πάρω
Η αλήθεια όμως είναι πως πάει καιρός που στο μυαλό μου μέσα σ' έχω. Χρόνια πάει πίσω που σ' έμαθα, σε θάμαξα, σε ζήλεψα.... Ω ναι, σε ζήλεψα.... Πολύ. Γιατί πολύ θα ήθελα κι εγώ να ήμουν σαν εσένα. Ταξιδευτής σε μέρη απάτητα.
Πόσες φορές δε σ΄έφερα στο νου μου... μικρό παιδί να χάνεσαι σ' αράδες τυπωμένες, σε τόπους ανεύρετους να ψάχνεις τη σκιά σου. Κι ύστερα το βλέμα σου στον ουρανό να στρέφεις, εκείνον τον τεράστιο του τόπου μας - τον ξέρω εγώ καλά αυτόν τον ουρανό... έχω κι εγώ σταθεί από κάτω του και όνειρα έχω στήσει. Κάτω από τον ίδιο ουρανό...μόνο που εσένα σε στένεψε.... και γύρεψες να φύγεις...
Σιχάθηκες διαβάζω τη γενιά σου. Σωτήρες και πολιτικοί, γλύφτες κι αφεντικών τσιράκια πληγώσαν τη ψυχή σου. Και πήρες το δισάκι σου, ξεκίνησες γι αυτό που χρόνια αργότερα έγραψες "το έντιμον το στάδιον".
'Ησουν γιατρός και ήξερες τον πόνο τον ανθρώπινο. Κι ήταν η προίκα σου αυτή το πιο βαρύ φορτίο όταν στου μεταξιού το δρόμο χάθηκες. Το είδες πως ο άνθρωπος θεριό ανήμερο είναι όπου στον κόσμο κι αν βρεθεί, ότι ράτσα, οτι θεό κι αν προσκυνά.
Κι έτσι κι εσύ το βήμα σου θεό είπες να κάνεις, πιστεύοντας πως στη ζωή όλα ένας δρόμος είναι.
Για αυτό και μόνο προσκυνώ σε. Γιατί εσύ το τόλμησες. Το κάλεσμα που μέσα μου γροικάω. Είναι ίσως η φωνή από τα βουνά τα ίδια που από μικροί κι οι δυό μας περπατήσαμε. Μόνο που η ψυχή η δικιά σου δεν άντεξε να μη τ' ακολουθήσει.
Σαν πίσω εγύρισες το μόνο που εζήτησες ήταν παρηγοριά να γίνεις. Κι αυτό ίσως να ήτανε τ' αλαργινότερο ταξίδι. Εσύ το ξέρεις πως το πλήρωσες - ποιό να 'ναι άραγες το νόμισμα της ελευθερίας;
Πόσες φορές δε σ΄έφερα στο νου μου... μικρό παιδί να χάνεσαι σ' αράδες τυπωμένες, σε τόπους ανεύρετους να ψάχνεις τη σκιά σου. Κι ύστερα το βλέμα σου στον ουρανό να στρέφεις, εκείνον τον τεράστιο του τόπου μας - τον ξέρω εγώ καλά αυτόν τον ουρανό... έχω κι εγώ σταθεί από κάτω του και όνειρα έχω στήσει. Κάτω από τον ίδιο ουρανό...μόνο που εσένα σε στένεψε.... και γύρεψες να φύγεις...
Σιχάθηκες διαβάζω τη γενιά σου. Σωτήρες και πολιτικοί, γλύφτες κι αφεντικών τσιράκια πληγώσαν τη ψυχή σου. Και πήρες το δισάκι σου, ξεκίνησες γι αυτό που χρόνια αργότερα έγραψες "το έντιμον το στάδιον".
'Ησουν γιατρός και ήξερες τον πόνο τον ανθρώπινο. Κι ήταν η προίκα σου αυτή το πιο βαρύ φορτίο όταν στου μεταξιού το δρόμο χάθηκες. Το είδες πως ο άνθρωπος θεριό ανήμερο είναι όπου στον κόσμο κι αν βρεθεί, ότι ράτσα, οτι θεό κι αν προσκυνά.
Κι έτσι κι εσύ το βήμα σου θεό είπες να κάνεις, πιστεύοντας πως στη ζωή όλα ένας δρόμος είναι.
Για αυτό και μόνο προσκυνώ σε. Γιατί εσύ το τόλμησες. Το κάλεσμα που μέσα μου γροικάω. Είναι ίσως η φωνή από τα βουνά τα ίδια που από μικροί κι οι δυό μας περπατήσαμε. Μόνο που η ψυχή η δικιά σου δεν άντεξε να μη τ' ακολουθήσει.
Σαν πίσω εγύρισες το μόνο που εζήτησες ήταν παρηγοριά να γίνεις. Κι αυτό ίσως να ήτανε τ' αλαργινότερο ταξίδι. Εσύ το ξέρεις πως το πλήρωσες - ποιό να 'ναι άραγες το νόμισμα της ελευθερίας;
Στο είπα στο ξεκίνημα, σε ζήλεψα. Για το ταξίδεμά σου. Μα πιότερο που την ψυχή σου άκουσες.
Να 'σαι καλά όπουθε είσαι. Και στο υπόσχομαι εγώ. O γερο έλατος, μετά από τόσα χρόνια, το ίδιο τραγούδι λέει. 'Οπως αυτό που σου λεγε κρυφά παιδί σαν ήσουν...
(πληροφορίες για το ποιός υπήρξε ο Παναγιώτης Ποταγός υπάρχουν εδώ κι εδώ)